Άκρως απογοητευτικά είναι τα στοιχεία για την πορεία της Ελλάδας προς την ψηφιακή οικονομία και κοινωνία, όπως καταγράφονται στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αξιολογεί την πρόοδο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση τον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI).

digital economy

Η χώρα μας παρουσιάζει σημαντική υστέρηση στα περισσότερα δεδομένα που εξετάζονται και με συνολική βαθμολογία 0,37 κατατάσσεται στην 26η θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών. Η βαθμολογία της Ελλάδας ήταν χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά όχι μόνον αυτό, αυξήθηκε με βραδύτερους ρυθμούς απ” ό,τι στις υπόλοιπες χώρες.

Όπως επισημαίνεται, στην Ελλάδα ο ιδιωτικός τομέας έχει αναλάβει τη συντριπτική πλειονότητα των επενδύσεων σε δίκτυα υψηλής ταχύτητας, με τη δημόσια παρέμβαση να εστιάζεται (προφανώς σε επίπεδο σχεδίων ακόμα) κυρίως στις περιοχές που δεν έχουν εμπορικό ενδιαφέρον με τη χρηματοδότηση να αναμένεται να κυμανθεί από 1,36 δις έως 4,53 δις. ευρώ.

Στη σχετική αναφορά της για την Ελλάδα η Κομισιόν δεν παραλείπει να αναφερθεί στο γεγονός ότι η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) έχει μείνει χωρίς πρόεδρο περισσότερο από ένα χρόνο με αποτέλεσμα να μην λαμβάνει αποφάσεις. Όπως σημειώνεται «σημαντικές αποφάσεις εκκρεμούν όσο αφορά τη ρύθμιση της αγοράς και την εκχώρηση του φάσματος, δεν υφίσταται καμία ένδειξη για το χρονοδιάγραμμα, με τις αρνητικές επιπτώσεις να γίνονται αισθητές σε ολόκληρη την αγορά». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζει με σαφήνεια ότι «η σημερινή κατάσταση της ΕΕΤΤ δημιουργεί νομική αβεβαιότητα και είναι επιζήμια για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών». Προσθέτει επίσης ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη ενσωματώσει την οδηγία για τη μείωση του κόστους των δικτύων η οποία θεσπίστηκε στην ΕΕ για την πιο αποτελεσματική ανάπτυξη των δικτύων υψηλών ταχυτήτων.

Η ΕΕ εμμέσως πλην σαφώς συμβουλεύει την Ελλάδα να καταρτίσει εθνική πολιτική όσο αφορά  τις ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών) ενώ αντιμετωπίζει θετικά τη δημιουργία της νέας γραμματείας για την Ψηφιακή Πολιτική. Η νέα γραμματεία «θα μπορούσε να είναι θεμελιώδους σημασίας για τον συντονισμό της ενιαίας ψηφιακής αγοράς στην Ελλάδα και τις σχετικές επενδύσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, του Ταμείου Επενδύσεων (ESIF) και του Επενδυτικού Προγράμματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρώπη (σχέδιο Γιούνκερ)» συμπληρώνει.

Αναλυτικότερα, με βάση τον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας το 2016 στην Ελλάδα:

–          Μόνο το 63% των νοικοκυριών είναι τακτικοί χρήστες του διαδικτύου (έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 72%) ενώ το 30% δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο (έναντι μέσου όρου στην ΕΕ 16%). Από τα νοικοκυριά αυτά μόνον το 2,8% έχουν γρηγορότερη σύνδεση στο διαδίκτυο (άνω των 30 Mbps) έναντι μέσου όρου στην ΕΕ 22%. Με άλλα λόγια μόνον το 4,2% των συνδρομών είναι γρήγορες έναντι 30% στην ΕΕ. Τα δίκτυα νέας γενιάς (NGA) είναι διαθέσιμα στο 36% των ελληνικών νοικοκυριών έναντι μέσου όρου 71% στην ΕΕ. Το 44% των Ελλήνων είχε  το βασικό επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων και ανώτερο του βασικού έναντι του μέσου όρου 55% στην ΕΕ. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό από ειδικούς ΤΠΕ στο εργατικό δυναμικό της (1,3%) έναντι μέσου όρου 3,7% στην ΕΕ.

–          Η ευρυζωνικότητα στην κινητή τηλεφωνία βρίσκεται στο 44% έναντι μέσου όρου 75% στην ΕΕ και είναι η δεύτερη χαμηλότερη επίδοση μετά την Ουγγαρία.

–          Σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων χρηστών του Διαδικτύου συμμετάσχουν σε ένα ευρύ φάσμα online δραστηριοτήτων, όπως η ανάγνωση ειδήσεων, η μουσική, παρακολούθηση ταινιών και παιχνίδια ενώ χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να επικοινωνούν και για να συμμετέχουν σε κοινωνικά δίκτυα. Ωστόσο online συναλλαγές, όπως eBanking έκανε κατά το εξεταζόμενο διάστημα το 21% έναντι μέσου όρου στην ΕΕ 57% και αγορές το 47%, έναντι 65%. Πάντως να σημειωθεί ο δείκτης για τις online αγορές έχει βελτιωθεί κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες.

–          Από τα λίγα θετικά στοιχεία που καταγράφονται είναι το ποσοστό των χρηστών που έχουν πραγματοποιήσει συναλλαγή με το δημόσιο ηλεκτρονικά και το οποίο είναι 37% έναντι μέσου όρου στην ΕΕ 32%.